υστερολογία

υστερολογία
η / ὑστερολογία, ΝΜΑ [ὑστερολόγος]
(ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο
νεοελλ.
1. προσθήκη που γίνεται μετά το τέλος ή στο τέλος τού λόγου, επίλογος
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που λέγεται ανεπίσημα μετά το τέλος μιας συζήτησης
αρχ.
ο λόγος τού τελευταίου ομιλητή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑστερολογία — ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc/acc dual ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερολογίᾳ — ὑστερολογίᾱͅ , ὑστερολογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερολογίας — ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem acc pl ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερολογίαν — ὑστερολογίᾱν , ὑστερολογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • histerología — (Del gr. hysteros, posterior + logia, palabra.) ► sustantivo femenino RETÓRICA Figura retórica, variedad del hipérbaton. * * * histerología (del lat. «hysterologĭa», del gr. «hysterología», enunciación de lo posterior) f. *Figura retórica que… …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • histerología — (Del lat. hysterologĭa, y este del gr. ὑστερολογία, enunciación de lo último). f. Ret. Figura que consiste en invertir o trastornar el orden lógico de las ideas, diciendo antes lo que debería decirse después …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”